L’amante des livres

L’amante des livresL’amante des livres

Ο Αλφά Ντιάγε και ο Μαντέμπα Ντιοπ είναι φίλοι. Φίλοι καρδιακοί. Φίλοι πιο πάνω κι από αδελφοί. Εξάλλου, ο τίτλος της αρχικής έκδοσης είναι "Frère d'âme", δηλαδή «φίλος της ψυχής», αυτό που εμείς ονομάζουμε φίλος καρδιακός ή αδελφικός. (Η αλλαγή στον τίτλο της ελληνικής έκδοσης προτάθηκε από τον συγγραφέα). Ο Αλφά κι ο Μαντέμπα είναι φίλοι πιο πάνω κι από αδελφοί γιατί διάλεξαν ο ένας τον άλλο γι’ αδελφό, μεγάλωσαν μαζί, ο ένας στο σπίτι του άλλου, έχουν τόση οικειότητα ώστε ο ένας να μπορεί να κοροϊδεύει τον άλλο ή να κλαίει μπροστά του.

Όταν ξεσπάει ο Μεγάλος Πόλεμος, ο Α΄ Παγκόσμιος, Ο Αλφά κι ο Μαντέμπα, Σενεγαλέζοι και οι δυο, από το Γκαντιόλ, πηγαίνουν, στα είκοσί τους χρόνια, μαζί με τόσους άλλους ομοεθνείς τους, να πολεμήσουν στο πλευρό της Γαλλίας. Ο Μαντέμπα, ένας μικροκαμωμένος νέος, ιδιαίτερα φιλομαθής που έχει πάει στο σχολείο των Άσπρων κι έχει μάθει τη γαλλική γλώσσα, ονειρεύεται να γίνει Γάλλος πολίτης και βλέπει τον πόλεμο ως ευκαιρία απόδρασης από το Γκαντιόλ, ως ευκαιρία ανέλιξης: «Το σχολείο του έβαλε στο κεφάλι να σώσει τη μητέρα πατρίδα, τη Γαλλία. Ο Μαντέμπα ήθελε να γίνει σημαντικός στο Σαιν-Λουί, ένας Γάλλος πολίτης: “Αλφά ο κόσμος είναι απέραντος και θέλω να τον γυρίσω όλο. Ο πόλεμος είναι μια ευκαιρία να φύγουμε από το Γκαντιόλ. Αν θέλει ο Θεός θα επιστρέψουμε σώοι και αβλαβείς. Όταν θα έχουμε γίνει Γάλλοι πολίτες θα εγκατασταθούμε στο Σαιν-Λουί. Θα ασχοληθούμε με το εμπόριο. Θα γίνουμε χονδρέμποροι και θα προμηθεύουμε με τρόφιμα όλα τα μαγαζιά στη βόρεια Σενεγάλη, ακόμα και τα μαγαζιά του Γκαντιόλ!”».

Ο Αλφά, από την άλλη, παλεύει με τα τραύματά του, του λείπει η μητέρα του που εξαφανίστηκε όταν αυτός ήταν εννιά ετών, το κενό αυτό δεν αφήνει στο μυαλό του χώρο για τίποτε άλλο, δεν είναι έξυπνος όπως ο Μαντέμπα, το δικό του εργαλείο είναι η δύναμη του γυμνασμένου του κορμιού. Ό,τι του λείπει σε γνώση, καθώς δεν έχει πάει ποτέ σχολείο, το έχει άφθονο σε ομορφιά και παράστημα. Θα έλεγε κανείς πως οι δυο φίλοι συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Ο Αλφά ακολουθεί το Μαντέμπα στα όνειρά του, άλλωστε ο δεύτερος τού έχει σταθεί σαν αληθινός αδερφός.

Στον πόλεμο καλούνται να παίξουν ένα ρόλο. Οι Γάλλοι λοχαγοί τους λένε να κάνουν τους άγριους για να φοβίσουν τον εχθρό γιατί ο εχθρός φοβάται τον άγριο Νέγρο, τον κανίβαλο, τον Ζουλού. Στο ένα χέρι κρατούν το τουφέκι και στο άλλο τη ματσέτα. Οι λοχαγοί τους λένε ότι είναι μεγάλοι πολεμιστές, πιο γενναίοι απ' τους γενναίους, ότι η Γαλλία τους χρωστά ευγνωμοσύνη και τους θαυμάζει για τα κατορθώματά τους. Στην πραγματικότητα οι Γάλλοι λοχαγοί τους φουσκώνουν τα μυαλά, γιατί το μόνο που θέλουν από αυτούς είναι να μη σκέφτονται, μόνο να παίξουν το ρόλο τους, αυτόν του άγριου.

«Η Γαλλία του λοχαγού μάς χρειάζεται για να κάνουμε τους άγριους όταν τη βολεύει. [...] Η Γαλλία του λοχαγού χρειάζεται τη θηριωδία μας και, καθώς είμαστε υπάκουοι, εγώ και οι άλλοι, κάνουμε τους άγριους. [...] Η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνους και σ’ εμένα, είναι ότι έγινα άγριος μετά από σκέψη. Εκείνοι παίζουν την κωμωδία μόνο όταν βγαίνουν από τη γη, εγώ παίζω την κωμωδία μόνο μαζί τους, μέσα στο χαράκωμα που μας προστατεύει». Αυτά είναι τα λόγια του Αλφά. Εκείνος είναι και ο αφηγητής του βιβλίου. Ο λόγος για τον οποίο έγινε στ’ αλήθεια άγριος δεν είναι άλλος από το θάνατο του Μαντέμπα. Από τη στιγμή αυτή, ο Αλφά είναι σα να αφυπνίζεται, «είμαι ελεύθερος να σκέφτομαι ό,τι θέλω» λέει και ξαναλέει.

Ο Αλφά υποφέρει από τύψεις. Γιατί πιστεύει ότι φέρθηκε απάνθρωπα στον αδερφικό του φίλο στη διάρκεια των τελευταίων του στιγμών. Πιστεύει επίσης ότι ευθύνεται ο ίδιος για το θάνατό του. Οι τύψεις και το γεγονός ότι ο παιδικός του φίλος έχει πέσει νεκρός μετατρέπουν τον Αλφά σε έναν πραγματικό άγριο: «Όταν βγαίνω από την κοιλιά της γης, είμαι απάνθρωπος επειδή το επέλεξα, γίνομαι λιγάκι απάνθρωπος. Όχι επειδή μου έδωσε διαταγή ο λοχαγός, αλλά επειδή εγώ το θέλησα». Με το δικό του τρόπο ο Αλφά ξανακερδίζει το χαμένο χρόνο, στο μυαλό του ξαναβρίσκει την ανθρωπιά που θεωρεί ότι δεν επέδειξε την ώρα που ξεψυχούσε ο φίλος του. Κάτι που είναι οξύμωρο. Μέσα στην απάνθρωπη συμπεριφορά του θεωρεί ότι ξαναβρίσκει την ανθρωπιά.

Έτσι, μέρα με τη μέρα, ο Αλφά γίνεται ο τρελός που φοβούνται όλοι, ακόμη και οι δικοί του. Γίνεται ο μάγος, ο δαίμονας, ο «φίλος του θανάτου πάνω κι από αδελφός του». Γίνεται ένας πραγματικός άγριος, αλλά τη στιγμή που συμβαίνει αυτό οι ανώτεροί του επιδιώκουν να απαλλαχθούν από αυτόν γιατί τον φοβούνται. Άλλο να παίζεις το ρόλο του άγριου κι άλλο, τελείως διαφορετικό, να γίνεσαι ένας.

Στον αντίποδα της ασχήμιας και της βαρβαρότητας του πολέμου βρίσκεται η απλότητα και η ηρεμία της ζωής στο Γκαντιόλ. Μέσα από τις αναμνήσεις του Αλφά, στο δεύτερο μισό του βιβλίου, μαθαίνουμε για τη ζωή του στο Γκαντιόλ, για την οικογένειά του, για την παιδική του ηλικία η οποία σημαδεύτηκε από την εξαφάνιση της μητέρας του, για την αδερφική φιλία του με τον Μαντέμπα, για την ερωτική έξαψη που του προκαλεί η Φαρί Τιαμ. Κι αφού μάθουμε όλα όσα διηγείται ο Αλφά για τη ζωή του μέχρι τα είκοσί του χρόνια, φαντάζει πιο οδυνηρός ο χαμός του «αδελφού» του, φαντάζει πιο τραγική η μοίρα τους.

Ο Αλφά μεγάλωσε με την πεποίθηση πως «για να τα καταφέρει κανείς στη ζωή, για να μην χαθεί στην πορεία, πρέπει να ακούει τη φωνή του καθήκοντος» και πως «το να σκέφτεται ό,τι του λέει το δικό του μυαλό, είναι προδοσία». Κι αυτό κάνει όταν πάει στον πόλεμο. Ακολουθεί το καθήκον. Μέχρι τη στιγμή που ο Μαντέμπα πέφτει νεκρός: «Αχ Μαντέμπα Ντιοπ! Μόνο όταν έσβησες άρχισα πραγματικά να σκέφτομαι. Μόνο με το θάνατό σου, το σούρουπο, κατάλαβα ότι δεν θα άκουγα από δω και πέρα τη φωνή του καθήκοντος, τη φωνή που προστάζει, τη φωνή που επιβάλλει πώς θα πορευτούμε».

 Από τη στιγμή του θανάτου του φίλου του, από τη στιγμή που ο Αλφά παύει να είναι μια μαριονέτα των Γάλλων λοχαγών κι αρχίζει να σκέφτεται ότι θέλει, οι σκέψεις του και οι αλήθειες που περιέχονται σε αυτές είναι φοβερές. Και μπορεί να τις κάνει στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, είναι όμως σαν ν’ αναφέρεται στο σήμερα: «Τα ανθρώπινα πλάσματα αναζητούν πάντα παράλογες ευθύνες για τα γεγονότα. Έτσι γίνεται. Είναι πιο απλό. […] οι σύντροφοί μου στη μάχη, Μαύροι και Λευκοί, έχουν ανάγκη να πιστεύουν ότι δεν είναι ο πόλεμος που μπορεί να τους σκοτώσει , αλλά το κακό μάτι. Έχουν ανάγκη να πιστεύουν ότι δεν θα τους σκοτώσει κατά τύχη μία από τις χιλιάδες σφαίρες που θα ρίξουν οι εχθροί από απέναντι. Δεν τους αρέσει το τυχαίο. Το τυχαίο παραείναι παράλογο. Θέλουν κάποιον υπεύθυνο, προτιμούν να σκέφτονται ότι την εχθρική σφαίρα που θα τους πετύχει την έχει κατευθύνει, την έχει οδηγήσει κάποιος κακός, μοχθηρός, κακόβουλος».

Το βιβλίο του Νταβίντ Ντιοπ είναι ένα βιβλίο για την αγριότητα, τη βρωμια, την τρέλα του πολέμου και για το πώς ο πόλεμος σου στερεί την ανθρώπινη υπόσταση και σε μεταμορφώνει σε εκδικητικό δαίμονα.

Ο ναΐφ λόγος του Αλφά Ντιάγε είναι αυτός ενός απλού ανθρώπου που δεν είχε την ευκαιρία να πάει στο σχολείο και να μορφωθεί, ενός ανθρώπου που μεγάλωσε σε ένα μικρό μέρος, χωρίς να έχει δει κάτι άλλο πέρα από τα βοσκοτόπια και τα χωράφια της περιοχής. Ενός ανθρώπου που του έλειψε η αγάπη της μάνας, έγινε βάρος κι εμπόδιο στο να πάει παρακάτω, βρήκε όμως την οικογένεια στο πρόσωπο του φίλου του.

Στο πολύ κατατοπιστικό επίμετρο της Έφης Γαζή, αναπληρώτριας καθηγήτριας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στο τέλος του βιβλίου διαβάζουμε κάποια πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία σχετικά με τους νέους άντρες από την Αφρική οι οποίοι έφτασαν στα ευρωπαϊκά χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στη Γαλλία, μετά την ήττα της από την Πρωσία, το 1870, και την ανάγκη ανασυγκρότησης του γαλλικού στρατού, ξέσπασε δημόσια αντιπαράθεση σχετικά με τη στρατολόγηση νέων από τις αποικίες, κυρίως τη Σενεγάλη, τη Μαυριτανία, τη Μπουρκίνα Φάσο και χώρες που συναποτελούσαν την ομοσπονδία της Γαλλικής Δυτικής Αφρικής την περίοδο 1895-1958.

Οι υπέρ της στρατολόγησης υποστήριζαν πως οι αφρικανικές φυλές ήταν φιλοπόλεμες και γενναίες. Οι κατά υποστήριζαν πως οι Αφρικανοί, ναι μεν είναι φιλοπόλεμοι, είναι όμως απειθάρχητοι, ανυπάκουοι καθώς και σεξουαλικά ακόρεστοι και ανεξέλεγκτοι. Επιπλέον, θεωρούνταν επικίνδυνοι για τη μετάδοση λοιμωδών ασθενειών στους λευκούς.

Στο βιβλίο του Η Μαύρη Δύναμη, το οποίο εκδόθηκε το 1910, ο στρατηγός Σαρλ Μανζέν, ο οποίος θήτευσε για μεγάλο χρονικό διάστημα στις γαλλικές αποικίες της Αφρικής, υποστήριζε πως η «μαύρη δύναμη» μπορούσε να αποσοβήσει τον θάνατο λευκών Γάλλων στρατιωτών παίρνοντας τη θέση τους και ότι ο «ψυχολογικός πόλεμος» στον εχθρό θα ήταν αποτελεσματικότερος.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος η στρατολόγηση Αφρικανών και Ασιατών έγινε με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Ο αριθμός των Δυτικοαφρικανών μόνο κυμαινόταν από 130 ως 200 χιλιάδες. Η εθελοντική κατάταξη δε ξεπερνούσε το 5%. Στους υπόλοιπους η κατάταξη είτε επιβλήθηκε υποχρεωτικά, είτε προσφέρθηκαν ανταλλάγματα, όπως ανώτερο στάτους στην κοινότητά τους κατά την επιστροφή τους, χαμηλότερη φορολογία ή παραχώρηση της ιδιότητας του Γάλλου πολίτη μετά τον πόλεμο.

Η μετακίνηση αυτή πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή έντονου φυλετικού ρατσισμού. Έφερε αρνητικές αντιδράσεις και ονομάστηκε από τους Γερμανούς «μαύρη ντροπή» και «μαύρη πανούκλα». Σε άρθρα της εποχής γινόταν λόγος για την αγριότητα των «μαύρων», για τις περιορισμένες διανοητικές τους ικανότητες, για κανιβαλικές πρακτικές. Οι Γερμανοί κατηγορούσαν τους Γάλλους ότι έθεταν σε κίνδυνο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Οι Γάλλοι από την άλλη παρουσίαζαν τους Αφρικανούς ως καρικατούρες, «μεγάλα, αθώα παιδιά», κάτι σαν αγαθούς ακίνδυνους πρωτόγονους δηλαδή. Η γελαστή μορφή ενός καλοκάγαθου Σενεγαλέζου στρατιώτη εικονιζόταν στη συσκευασία προϊόντων με σοκολάτα. Στερεότυπες αντιλήψεις από τη μια, στερεότυπες και από την άλλη.

Δυστυχώς 100 χρόνια μετά οι στερεότυπες αυτές αντιλήψεις ακούγονται ακόμη: οι μαύροι είναι άγριοι, οι μαύροι είναι χαζοί, οι μαύροι είναι πρωτόγονοι, είναι απολίτιστοι, οι μαύροι θα μας βιάσουν, οι μαύροι θα μας φάνε. Ακούγονται όλα αυτά, καθημερινά στις γειτονιές, ακούγονται ακόμη και σήμερα από τους πολιτισμένους λευκούς. Το 2021. Οι άνθρωποι φωνάζουν ακόμη και σήμερα “Black lives matter” και “I can’t breathe”. Όχι για να εξυψώσουν τη ζωή των μαύρων πάνω από αυτή των λευκών, όπως τους κατηγορούν όσοι λένε πως όλες οι ζωές μετρούν, αλλά για να τη βάλουν σε ένα ίσο επίπεδο. «Αν αυτός ο έκπτωτος άγγελος του πολέμου ζούσε μέχρι τις μέρες μας, θα έβλεπε ίσως να διασχίζουν τις ίδιες θάλασσες μ’ εκείνον απόγονοι των “Σενεγαλέζων τυφεκιοφόρων”, άλλοτε πρόσφυγες, άλλοτε μετανάστες, άλλοτε “στερούμενοι ταξιδιωτικών εγγράφων”, και θα άκουγε τον απόηχο των αλαλαγμών του Μεγάλου Πολέμου για τους “κανίβαλους της Αφρικής” και τη “μαύρη ντροπή”».

 

*Το μυθιστόρημα του Νταβίντ Ντιοπ τιμήθηκε με τα βραβεία Goncourt des Lycéens (2018), Patrimoines (2018), Strega Europeo (2019), Los Angeles Times Fiction Book Prize (2020) και International Booker Prize (2021). Επιπλέον, ήταν υποψήφιο στις λίστες των βραβείων Goncourt, Medicis, Femina, Renaudot, Βιβλιοπωλών του Νανσύ-Le Point και Andre Malraux.

 

*Ο Νταβίντ Ντιοπ σενεγαλέζικης καταγωγής, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1966. Μεγάλωσε στη Σενεγάλη, όπου τελείωσε και το λύκειο. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Τουλούζης και της Σορβόννης (Paris IV), όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Agrégé της φιλολογίας, είναι αναπληρωτής καθηγητής της γαλλικής γραμματολογίας του 18ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Πω, όπου διδάσκει παράλληλα γαλλόφωνη αφρικανική λογοτεχνία.

Έχει επίσης δημοσιεύσει το μυθιστόρημα με τίτλο 1989, l’Attraction universelle και τη μελέτη Rhétorique nègre au XVIIIe siècle.

 

Καλή ανάγνωση,

l’amante des livres.

X