L’amante des livres
«Μικρόκοσμοι καταρρέουν και οι διπλανοί μένουν άθικτοι». Έτσι νιώθουμε κάθε φορά που πληροφορούμαστε την είδηση θανάτου κάποιου ανθρώπου, συνήθως καλλιτέχνη, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σημάδεψε την παιδική, εφηβική και νεαρή ηλικία μας. Νιώθουμε σα να χάνεται ένα κομμάτι του εαυτού μας, ένας μικρόκοσμός μας καταρρέει, κανείς όμως από τους γύρω μας δε φαίνεται να το αντιλαμβάνεται αυτό. Γιατί ο μικρόκοσμος αυτός ήταν αποκλειστικά δικός μας. Πώς να εξηγήσεις στον καθένα ότι, σε μια άλλη εποχή μακρινή, αλλά ταυτόχρονα σα να ’ταν χθες, ταυτίσαμε τους πρώτους μας έρωτες με έρωτες που μας έκαναν να δακρύσουμε στη μικρή και μεγάλη οθόνη, πως ερμηνευτές έντυσαν με τα τραγούδια και τις μουσικές τους τις αναμνήσεις μας. Πώς να εξηγήσεις ότι ο τραγουδιστής που έφυγε είχε πει τα τραγούδια εκείνα που χιλιοτραγουδήσαμε σε μια εποχή που πιστεύαμε πως όλα είναι πιθανά και πως «συναρπαστικά πράγματα μας περίμεναν στην άλλη γωνιά και θα συνέβαιναν από στιγμή σε στιγμή». Τα χρόνια που ακολούθησαν μας προσγείωσαν άτσαλα στην πραγματικότητα, οι εποχές της ονειροπόλησης έμειναν στο παρελθόν κι εμείς αναρωτιόμαστε τι συνέβη και τα πράγματα πήραν το στραβό δρόμο.
Κι έτσι κάθε πρωί μάθαμε να συνεχίζουμε να χαμογελάμε, λέμε καλά είμαστε, όλα τα έχουμε κι αν όχι όλα, τουλάχιστον είμαστε υγιείς, και κάποια στιγμή ακούμε πως κάποιος από τα παλιά πέθανε. Κι εμφανίζεται ξαφνικά, σαν εικόνα από βιντεοπροβολέα επάνω σε λευκό πίνακα, η εικόνα του παλιού μας εαυτού. Ταξιδεύουμε με την ταχύτητα του φωτός στο τότε. Και μετά περνούν μπροστά στα μάτια μας στιγμές μέχρι το τώρα. Για άλλη μια φορά αναρωτιόμαστε πώς μεγαλώσαμε έτσι, πώς πέρασαν τα χρόνια, πού χάθηκε ο παλιός μας εαυτός. Και δεν είναι απαραίτητα ότι μας λείπει το παρελθόν και το ζητάμε πίσω. Είναι μόνο ένα στιγμιαίο πέρασμα σε αυτό που ήμασταν και ζούσαμε τότε. Εικόνες, μυρωδιές, ήχοι, γεύσεις, αγγίγματα, συναισθήματα που ανήκαν στο τότε έρχονται ξαφνικά για μερικές στιγμές και μας κατακλύζουν. Και σκέψεις. Τι κάναμε λάθος, βγήκαν αληθινά τα όνειρά μας, μήπως προδώσαμε τον παλιό μας εαυτό; Κι έπειτα σκέψεις και συναισθήματα φεύγουν το ίδιο γρήγορα όσο ήρθαν. Άλλος ένας μικρόκοσμος κατέρρευσε αλλά εμείς προχωράμε παρακάτω. Πάντα προχωράμε. Αλίμονο αν δε προχωρήσουμε.
Όλες αυτές τις σκέψεις έφερε στο μυαλό μου αυτή η φράση. «Μικρόκοσμοι καταρρέουν και οι διπλανοί μένουν άθικτοι». Με το θάνατο ενός καλλιτέχνη από τα παλιά, του David Bowie ξεκινάει και το Αδελφικό, το τελευταίο μυθιστόρημα της Βάσιας Τζανακάρη. Ο θάνατος αυτός κάνει έναν από τους μικρόκοσμους της Μάρως να καταρρεύσει. Η Μάρω Αμπατζή, διορθώτρια σε εφημερίδα και ανύπαντρη μητέρα ενός μωρού, η οποία είναι από τις Σέρρες, σπούδασε στη Θεσσαλονίκη και ζει πλέον στην Αθήνα, καθώς και ο Γιώργος Μελισσινός, χειρουργός από τη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει ακόμη, είναι οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου αυτού. Και οι δύο επιθυμούν να ξεχάσουν. Όταν το διαμέρισμα της πρώτης στην Αθήνα καταστρέφεται από πυρκαγιά –αφού έχει προηγηθεί το άκουσμα της είδησης του θανάτου του David Bowie–, εκείνη αποφασίζει να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής της, στο Αδελφικό, ένα χωριό του νομού Σερρών. Στο ίδιο χωριό θα καταφύγει, όμως, και ο Μελισσινός, στην προσπάθειά του να ξεπεράσει το χαμό ενός από τους ασθενείς του. Γιατί εκεί; Διότι το χωριό αυτό φέρει τη φήμη ενός τόπου που μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις. Ενός χωριού όπου «στις αυλές φύτρωναν λωτόδεντρα και οι άνθρωποι ξεχνούσαν τα βάσανά τους, όπου μπορούσαν να κάνουν μια καινούρια αρχή».
Τη Βάσια Τζανακάρη τη γνώρισα αρχικά ως μεταφράστρια. Έχει μεταφράσει τον αγαπημένο Σταθμό Έντεκα της Emily St. Mandel, Το κορίτσι με το κόκκινο παλτό της Kate Hamer, Το κορίτσι που εξαφανίστηκε της Gillian Flynn, τον Ian Ranking και άλλους πολλούς. Κάποια στιγμή, το 2014, κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα (το τρίτο βιβλίο της μετά το Έντεκα μικροί φόνοι και το Τζόνι και Λούλου). Όταν διάβασα τη συλλογή, μερικά χρόνια αργότερα, εντυπωσιάστηκα.
Και δεν είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένες οι ιστορίες της και ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγονται που σε βουτάει στην απόλαυση της ανάγνωσης –υπάρχει συχνά το στοιχείο της έκπληξης, το οποίο σου δημιουργεί την επιθυμία, φτάνοντας στο τέλος μιας ιστορίας, να τη διαβάσεις και πάλι από την αρχή–, είναι και το ότι, διαβάζοντάς τη, νιώθω σα να κάνω βουτιά στο παρελθόν των παιδικών κι εφηβικών μου χρόνων, ένα κύμα έντονης νοσταλγίας με σκεπάζει κάθε φορά. Η συγγραφέας περιγράφει την εποχή μου, τα δικά μου χρόνια, είναι σα να γράφει μόνο για μένα. Καμία άλλη, κανένας άλλος συγγραφέας δεν με είχε κάνει να νιώσω έτσι ξανά, μέχρι τη στιγμή που πρωτοδιάβασα κάτι δικό της. Λογικό, διότι η Βάσια Τζανακάρη ανήκει στη δική μου γενιά, είμαστε σχεδόν συνομήλικες κι επιπλέον είναι από τη Βόρεια Ελλάδα, σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, την πόλη μου, στη Φιλοσοφική Σχολή, όπου σπούδασα κι εγώ, πάνω κάτω την ίδια περίοδο. Αρκετά κοινά στοιχεία, αρκετά ώστε να νιώθω, διαβάζοντας κάποιες από τις ιστορίες της, πως κάπου εκεί μέσα βρίσκομαι κι εγώ. Τα ίδια συναισθήματα ένιωσα διαβάζοντας και το Αδελφικό, ειδικά στις σελίδες όπου περιγράφεται η ζωή των ηρώων στη Θεσσαλονίκη. Ένιωθα πως σε κάποιο δρομάκι εκεί γύρω στη Ναβαρίνου μπορεί να περπατούσα κι εγώ.
Και δεν είναι οικείες μόνο οι τοποθεσίες στις οποίες τριγυρίζουν οι ήρωες των ιστοριών της. Είναι και τα συναισθήματά τους οικεία, οι σκέψεις τους. Οι αγωνίες, οι φόβοι τους, τα όνειρα τους, οι επιθυμίες τους. Αλλά κυρίως οι διαψεύσεις τους. Διαβάζοντας το Αδελφικό, θα ταυτιστείς με τους ήρωες, θα βρεις σκέψεις που κάποτε έκανες, όνειρα που πίστευες πως θα βγουν αληθινά, ατάκες που ξεστόμισες, θα κάνεις αναπόφευκτα έναν απολογισμό και της δικής σου ζωής. Ειδικά αν έχεις γεννηθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Πρόκειται, επομένως, για μια ιστορία που αφορά στη μνήμη, στις αναμνήσεις –αναμνήσεις που άλλοτε μας κάνουν να χαμογελάμε κι άλλοτε μας βασανίζουν–, στο χρόνο που περνάει, στη νοσταλγία που νιώθουμε κάθε φορά που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μια εικόνα του παρελθόντος εισβάλει ξαφνικά στο παρόν –για παράδειγμα, μια μυρωδιά μπορεί σε κλάσματα δευτερολέπτου να μας ταξιδέψει: «Η όσφρηση είναι η αίσθηση που συνδέεται περισσότερο με τη μνήμη». Είναι μια ιστορία για ένα κόσμο, για μια εποχή που τέλειωσαν: «Μια μεγάλη εποχή είχε τελειώσει, και μια μικρή είχε αρχίσει, έλεγε, κι εμείς είχαμε ξεμείνει, τυχεροί ή άτυχοι δεινόσαυροι που διασώθηκαν, να κοιτάμε απορημένοι τον καινούριο κόσμο γύρω μας , θέλοντας πίσω τον παλιό. Εκείνος ήταν ένας κόσμος όπου κάθε καινούρια σχέση ξεκινούσε με μια γραμμένη κασέτα, ενώ στο τώρα όλα αρχίζουν με ένα λινκ από το YouTube, [...] ήμασταν απομεινάρια ενός κόσμου που είχε χαθεί».
Είναι, ακόμη, μια ιστορία για τη συνεχή αναζήτηση νέων προορισμών, νέων στόχων, νέων ανθρώπων. Λέει κάπου η Μάρω: «Άσε που τη νύχτα τα φώτα από τα αεροπλάνα τρεμοσβήνουν στον ουρανό κι ονειρεύομαι να φεύγω –άγνωστο για που– κάποιοι άνθρωποι απλώς θέλουν να φεύγουν».
Είναι, όμως, και μια ιστορία για τη ματαίωση. Για τα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, για το κάτι συναρπαστικό που δεν ήρθε ποτέ, για το πολλά υποσχόμενο μέλλον που έγινε ανιαρό παρόν. Ακόμη, για τις λάθος επιλογές μας και για το πώς θα ήταν η ζωή μας αν κάναμε, αν όχι απαραίτητα τις σωστές, τουλάχιστον διαφορετικές.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως το Αδελφικό είναι και μια ιστορία για την απενοχοποίηση. Για τη συμφιλίωση με τον εαυτό μας και με το παρελθόν μας. Για τις δεύτερες ευκαιρίες, γι' αυτό που πάντα θέλαμε να είμαστε και τώρα ήρθε η ώρα να το ζήσουμε. Δεν εγκλωβιζόμαστε στο παρελθόν, δε γινόμαστε δέσμιοί του, δεν αναμασάμε συνεχώς τι πήγε στραβά, δεν αναλωνόμαστε, μαθαίνουμε, ωριμάζουμε, ατσαλωνόμαστε και συνεχίζουμε, βάζουμε νέους στόχους, προχωράμε μπροστά, δεν τα παρατάμε. Κι εξάλλου «μπορεί όμως ο κόσμος να μένει όντως ίδιος κι απλώς να ξεφτίζεις εσύ, η ζωή να σε βάζει στη θέση σου με τρόπους που ούτε φανταζόσουν, έτσι ώστε όλο το ψηφιδωτό που την αποτελούσε να μην έχει σημασία, σημασία να ’χεις εσύ στην πιο βασική μορφή σου κι η επιβίωσή σου».
Καλή ανάγνωση,
l’amante des livres