L’amante des livres

L’amante des livres

Τους τελευταίους μήνες έπεφτα συνεχώς πάνω στο βιβλίο της Μπερναρντίν Εβαρίστο Κορίτσι, γυναίκα, άλλο. Έβλεπα να φιγουράρει παντού το πολύχρωμο εξώφυλλό του, όλοι έμοιαζαν να το διαβάζουν κι επιπλέον φαινόταν να αρέσει πολύ στους αναγνώστες. Γιατί όμως όλοι μιλούσαν γι' αυτό με ενθουσιασμό; Για να το μάθω αποφάσισα να το διαβάσω κι εγώ. Και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό.

Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε άλλους, αλλά πολλές φορές, όταν βρίσκομαι σε χώρους στους οποίους συνωστίζονται ή πηγαινοέρχονται πολλοί άνθρωποι (τουλάχιστον στην προ-κόβιντ εποχή), μου αρέσει να τους παρατηρώ και προσπαθώ να φανταστώ την ιστορία και τη ζωή του καθενός. Τι βρίσκεται πίσω από τον άνθρωπο που βλέπω; Τι ιστορία κουβαλάει ο καθένας; Πως ήταν άραγε τα παιδικά του χρόνια; Τι όνειρα είχε ή έχει; Εκπληρώθηκε κάποιο απ’ αυτά; Είναι ευτυχισμένος; Κάνει τη δουλειά που ήθελε; Αυτά και άλλα τόσα αναρωτιέμαι. Το βρίσκω συναρπαστικό. Οι ιστορίες των ανθρώπων με γοητεύουν. Όλες οι ιστορίες.

Ε, λοιπόν η Μπερναρντίν Εβαρίστο κάνει αυτό ακριβώς στο όγδοο βιβλίο της. Αφηγείται ιστορίες ανθρώπων και πιο συγκεκριμένα τις ιστορίες δώδεκα μαύρων ή μιγάδων γυναικών της πρώτης και δεύτερης γενιάς μεταναστών από τις πρώην κτήσεις της βρετανικής αυτοκρατορίας στην Αφρική και τις Δυτικές Ινδίες, οι οποίες ζουν ή έζησαν στη Βρετανία και οι οποίες συνδέονται, κάποιες περισσότερο και κάποιες λιγότερο, είτε ως συγγενείς, είτε επαγγελματικά, μεταξύ τους.

Το βιβλίο είναι επομένως πολυφωνικό, πολύχρωμο, πολυπολιτισμικό. Η ίδια η Μπερναρντίν Εβαρίστο κουβαλάει πάνω της ένα πλούσιο πολυπολιτισμικό φορτίο αφού γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λονδίνο και είναι κόρη λευκής Αγγλίδας μητέρας και Νιγηριανού πατέρα, έχοντας επίσης καταβολές από τη Βραζιλία, την Ιρλανδία και τη Γερμανία. Πολυπράγμων, έχει ασχοληθεί εκτός από τη συγγραφή μυθιστορημάτων και με το θέατρο, ιδρύοντας τον πρώτο θίασο μαύρων γυναικών στην Αγγλία, γράφει κριτικές σε εφημερίδες όπως The Times, The Guardian, The Independent, The Observer κλπ, ενώ διδάσκει και δημιουργική γραφή στο πανεπιστήμιο. Έχει βραβευτεί πολλές φορές για το έργο της και είναι η πρώτη μαύρη γυναίκα που με το όγδοο μυθιστόρημά της Κορίτσι, γυναίκα, άλλο κέρδισε το βραβείο Booker για το 2019, το πιο σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο στην Αγγλία (το οποίο μοιράστηκε με τη Margaret Atwood για το βιβλίο της Οι Διαθήκες). Η Μπερναρντίν Εβαρίστο θα μπορούσε άνετα να είναι μία από τις πρωταγωνίστριες του βιβλίου της.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει τρία κεφάλαια, ένα για κάθε μία από τις δώδεκα γυναίκες. Ξεκινάει με την αφήγηση να τοποθετείται χρονικά στο σήμερα, λίγο πριν από την πρεμιέρα της Άμα Μπονσού στο Εθνικό Θέατρο, στο Λονδίνο. Η Άμα, μια αντισυμβατική θεατρική συγγραφέας, είναι κατά κάποιο τρόπο ο συνδετικός κρίκος των πρωταγωνιστριών των δώδεκα ιστοριών. Οι ιστορίες καλύπτουν διάφορες χρονικές περιόδους, από πολύ παλιά έως σήμερα. Οι πρωταγωνίστριες βρίσκονται σε διάφορες ηλικίες, ανήκουν σε διάφορες κοινωνικές τάξεις και κουλτούρες, εξασκούν επαγγέλματα σε διάφορους τομείς και δεν έχουν όλες τον ίδιο σεξουαλικό προσανατολισμό.

Αρχικά, ο τρόπος γραφής (μακριές προτάσεις, παντελής απουσία της τελείας) φαντάζει πρωτόγνωρος και ίσως ξενίσει, όμως πολύ πολύ σύντομα ο αναγνώστης ξεχνιέται και αφήνεται να παρασυρθεί από το ρυθμό. Η συγγραφέας, βέβαια, μπορεί να μη χρησιμοποιεί τελείες, χρησιμοποιεί, όμως, μια άλλη τεχνική, αυτή της αλλαγής σειράς η οποία λειτουργεί ως σύντομη παύση, με αποτέλεσμα η ανάγνωση να μην κουράζει ούτε στο ελάχιστο.

Το βιβλίο θίγει πολλά θέματα, αλλά κυρίως το ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις, σε μια εποχή που ο ρατσισμός απέναντι στους μαύρους (αλλά και σε κάθε τι διαφορετικό από εμάς) όχι μόνο δεν έχει εξαλειφθεί όπως ίσως θα περίμενε κανείς, εν έτη 2020, αλλά ζει και βασιλεύει γεννώντας καινούρια θύματα, με το σύνθημα #blacklivesmatter να γίνεται κορυφαίο χάσταγκ σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ιστορίες καθημερινών ανθρώπων δίνονται στο βιβλίο, ανθρώπων που ως μετανάστες ήρθαν και προσπάθησαν να επιβιώσουν σε μία ξένη χώρα, να ενσωματωθούν, φοβούμενοι παράλληλα μήπως οι επόμενες γενιές χάσουν την επαφή με την πολιτιστική τους κληρονομιά. Ανθρώπων, οι οποίοι στη χώρα τους ήταν μορφωμένοι καθηγητές με διδακτορικό, ενώ στο Λονδίνο αναγκάστηκαν να εργάζονται ως οδηγοί ταξί ή καθαρίστριες και να τους αντιμετωπίζουν ως κατώτερους, μόνο και μόνο λόγω του επαγγέλματος που έκαναν πλέον, αλλά και λόγω της καταγωγής και του χρώματός τους, να τους αντιμετωπίζουν ως αυτούς που γεννήθηκαν για να υπηρετούν τους άλλους, ως αυτούς που γεννήθηκαν για να καθαρίζουν κυριολεκτικά τις ακαθαρσίες των άλλων: «ο Ογκάστιν αστειευόταν ότι κόντευε να πάρει ένα δεύτερο διδακτορικό στις παρακάμψεις, τα μποτιλιαρίσματα, του μονόδρομους και τα αδιέξοδα ενώ μετέφερε επιβάτες που θεωρούσαν ότι ήταν τόσο πολύ ανώτεροί του ώστε δεν του μιλούσαν σαν ίσος προς ίσο […] η Μπούμι παραπονιόταν ότι ο κόσμος την έβλεπε σε σχέση με αυτό που έκανε (καθαρίστρια) και όχι με αυτό που ήταν (μια μορφωμένη γυναίκα) […] το πτυχίο της με άριστα από μια τριτοκοσμική χώρα (Νιγηρία) δεν θα είχε καμία αξία στην καινούρια της χώρα (Αγγλία) ιδιαίτερα με το όνομά της και την εθνικότητα της γραμμένα πάνω του».

Οι φυλετικές διακρίσεις όμως δεν αφορούν μόνο στους μαύρους, αφορούν και στους μουσουλμάνους οι οποίοι αντιμετωπίζονται από την πλειοψηφία ως εν δυνάμει τρομοκράτες: «είναι τρελό που οι άνθρωποι είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν ότι πάνω από ενάμισι δισεκατομμύριο μουσουλμάνοι σκέφτονται και φέρονται όλοι με τον ίδιο τρόπο, ένας μουσουλμάνος αρχίζει να πυροβολεί όποιον βρει μπροστά του ή ανατινάζει κόσμο και τον λένε τρομοκράτη, ένας λευκός κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα και τον λένε τρελό, και οι δύο είναι τρελοί». Και τι γίνεται στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με μια «μαύρη, μουσουλμάνα, γυναίκα, φτωχή, με χιτζάμπ»; Εκεί τα πράγματα είναι πραγματικά δύσκολα.

Στη σύγχρονη εποχή η καταγωγή, το χρώμα, η θρησκεία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός μας ορίζουν ως ανθρώπους, λες και κάποιος μας κολλάει μια ταμπέλα. Δεν είμαστε πια η Μαρία, η Αϊσέ, ο Γιώργος, ο Αχμέτ, είμαστε ο Πακιστανός, ο μαύρος, ο μουσουλμάνος (ή ακόμα χειρότερα ο τζιχαντιστής), ο γκέι κλπ.  Η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν αντιμετωπίζει τους υπόλοιπους ανθρώπους σύμφωνα με αυτό που είναι, αλλά σύμφωνα με το από πού είναι, σύμφωνα με το Θεό στον οποίο πιστεύουν, σύμφωνα με την απόχρωση του δέρματός τους ή με το αν έλκονται από άντρες ή γυναίκες κλπ. Όλα αυτά ορίζουν το αν είμαστε καλοί ή κακοί, κι όχι οι πράξεις μας, όπως και θα έπρεπε να συμβαίνει: «ο Λένοξ […] ήταν καλός μαθητής στο γυμνάσιο και στο λύκειο άλλα σύντομα κατάλαβε ότι τον θεωρούσαν κακό άτομο έξω από το σχολείο εχθρό του έθνους λόγω του χρώματος του δέρματός του, που οι μπάτσοι τον σταματούσαν και του έκαναν σωματική έρευνα […] όλοι οι μαύροι έπρεπε να μάθουν να το διαχειρίζονται, όλοι οι μαύροι έπρεπε είναι σκληροτράχηλοι». Έτσι λοιπόν για ένα λευκό, επαρχιώτη Άγγλο, αλλά και για έναν οποιοδήποτε λευκό,  η κόλαση μπορεί να περιγραφεί ως εξής: «στους γονείς μου δεν αρέσει το Λονδίνο, […], νομίζουν ότι είναι μια κόλαση γεμάτη έγχρωμους, βομβιστές αυτοκτονίας, αριστερούς, θεατρίνους, γκέι και Πολωνούς μετανάστες, που στερούν από τους δουλευταράδες, άντρες και γυναίκες, αυτής της χώρας την ευκαιρία να κερδίσουν ένα καλό μεροκάματο». Τα έχουμε ακούσει τόσες φορές, τα ακούμε κάθε μέρα. Παντού τα ίδια.

Άλλα θέματα, εκτός από τις φυλετικές, κι όχι μόνο, διακρίσεις, τα οποία θίγονται στο βιβλίο είναι ο φεμινισμός, η θέση της γυναίκας, η πατριαρχία και τα στερεότυπά της («η πολύ έντονη προσωπικότητα δεν ταιριάζει σε μια κοπέλα»), αλλά και η φτώχια, η άνιση κατανομή του πλούτου («ολόκληρο το Δέλτα το ήξερε, όμως πως αλλιώς να επιβιώσει κανείς σ’ εκείνο το ρημαγμένο μέρος όπου τα τεράστια γεωτρύπανα των εταιριών πετρελαίου ρουφάνε εκατομμύρια πετρέλαιο από χιλιάδες μέτρα μες τη γη για να προμηθεύσουν πολύτιμη ανεργία στον υπόλοιπο πλανήτη ενώ η χώρα που το παράγει απλώς σαπίζει»), όπως επίσης και η ταυτότητα του ατόμου, τα ψυχικά τραύματα, καθώς και η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή, για αγάπη, για συντροφικότητα.

Πρόκειται για ένα βιβλίο πολύ ανθρώπινο, ειλικρινές, τρυφερό, ένα βιβλίο που προκαλεί ποικίλα συναισθήματα στον αναγνώστη: οργή, θυμό, συγκίνηση. Ακόμη, μας υπενθυμίζει πως η κατανόηση είναι πολύ σπουδαία. Μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις και για τη μοναδικότητα του καθενός από μας. Για το πώς και τι μπορεί να σκέφτεται καθένας μας, για το τι μπορεί να νιώσει. Καθένας μας είναι πολλά περισσότερα από αυτό που φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Οι άνθρωποι δεν είμαστε μόνο το ένα ή το άλλο. Είμαστε πολλά μαζί. Κανένας δεν είναι μόνο ένα χρώμα, μια θρησκεία, μια χώρα, ένα φύλο, ένα επάγγελμα, ένας σεξουαλικός προσανατολισμός. Όλα αυτά συνθέτουν το ποιοι είμαστε αλλά δεν μας ορίζουν ως ανθρώπους. Καθένας φέρει μια μοναδική ιστορία και καμιά ιστορία δεν είναι βαρετή και ασήμαντη. Το μυθιστόρημα της Εβαρίστο, λοιπόν, θίγει σοβαρά ζητήματα που αφορούν στη σύγχρονη πραγματικότητα, όπως ο ρατσισμός, η θέση της γυναίκας, η κοινωνική αδικία κλπ, γεγονός που από μόνο του το καθιστά αξιόλογο, εμένα, όμως, μου φάνηκε εξίσου συναρπαστικό το ότι η συγγραφέας αφηγείται τις ζωές δώδεκα διαφορετικών ανθρώπων, δώδεκα γυναικών που η καθεμία έχει τη δική της μοναδική ιστορία. Και η ιστορία της είναι αυτή που την έχει διαμορφώσει, η ιστορία της είναι αυτή που ορίζει το ποια είναι. Έτσι κατάλαβα πως ένας από τους λόγους που το βιβλίο αυτό άρεσε τόσο πολύ είναι και το ότι κάπου μέσα σε αυτό μπορούμε να βρούμε κάτι από τον εαυτό μας, από τους φόβους, τις ανησυχίες, τα όνειρά μας, τα λάθη μας. Θέλουμε περισσότερα τέτοια βιβλία! Μας ωθούν να σκεφτούμε κι αυτό μπορεί να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, με περισσότερη κατανόηση για τον άλλο.

Καλή ανάγνωση, l’amante des livres.

X