L’amante des livres

L’amante des livres

Το μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Άτγουντ The Handmaids Tale γράφτηκε το 1984 και εκδόθηκε το 1985. Στα ελληνικά, κυκλοφόρησε αρχικά το 1989, με τον τίτλο Η ιστορία της Πορφυρής Δούλης, από τις Εκδόσεις της Εστίας και σε μετάφραση Παύλου Μάτεσι, ενώ στη συνέχεια, το 2018, με τον τίτλο Η Ιστορία της Θεραπαινίδας, από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ.

Τριάντα πέντε χρόνια μετά, λοιπόν, την αρχική κυκλοφορία της κλασικής, πλέον, Ιστορίας της Θεραπαινίδας και πιο συγκεκριμένα το 2019, κυκλοφόρησαν Οι Διαθήκες, η συνέχεια των όσων συμβαίνουν στο πρώτο βιβλίο, αφού η υπόθεση τοποθετείται χρονικά δεκαπέντε χρόνια μετά από εκεί που αφήσαμε την ηρωίδα, τη Θεραπαινίδα Όφρεντ, ή στην ελληνική μετάφραση, Τουφρέντ. Βέβαια, σύμφωνα με την ίδια τη Μάργκαρετ Άτγουντ: «προ της ουσιαστικής παράθεσης των λέξεων στις σελίδες, οι Διαθήκες είχαν εν μέρει γραφτεί στο μυαλό των αναγνωστών του προγονικού βιβλίου, που ρωτούσαν συνεχώς τι συνέβαινε μετά το τέλος του πρώτου μυθιστορήματος. Σε τριάντα πέντε χρόνια μπορείς να σκεφτείς πολλές πιθανές απαντήσεις, κι οι απαντήσεις αυτές άλλαζαν παράλληλα με τις αλλαγές στην κοινωνία, και τα ενδεχόμενα γίνονταν πραγματικότητες. Οι πολίτες πολλών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, βιώνουν στις μέρες μας πολύ σοβαρότερες δοκιμασίες από ό,τι πριν από τρεις δεκαετίες. Ένα από τα ερωτήματα σχετικά με την Ιστορία της Θεραπαινίδας που ερχόταν συνέχεια στην επιφάνεια ήταν: Πώς κατέρρευσε η Γαλαάδ; Οι Διαθήκες γράφτηκαν ως απάντηση σε αυτή την ερώτηση».

Η χρονιά της ελληνικής επανέκδοσης του βιβλίου από τον Ψυχογιό ήταν η χρονιά που ακολούθησε τη χρονιά κατά την οποία προβλήθηκε η πρώτη σεζόν της τηλεοπτικής σειράς “The Handmaids tale, από το τηλεοπτικό δίκτυο Hulu. Διάβασα το βιβλίο και είδα τα πρώτα επεισόδια την ίδια περίπου περίοδο κι έτσι αυτό που είχα φανταστεί κάνοντας την ανάγνωση έγινε εικόνα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η σειρά είναι εξίσου σ-υ-γ-κ-λ-ο-ν-ι-σ-τ-ι-κ-ή κι αυτό συνετέλεσε κατά πολύ στο να αναρωτιέμαι ακόμη περισσότερο τι γίνεται μετά το τέλος της Ιστορίας της Θεραπαινίδας, διότι, όσοι έχουν διαβάσει το πρώτο βιβλίο γνωρίζουν πως το τέλος είναι διφορούμενο και σε αφήνει με την αγωνία στα κόκκινα, όπως κόκκινα είναι και τα φορέματα των Θεραπαινίδων. Θεωρώ πως είμαι από τους τυχερούς γιατί περίμενα μόνο δύο χρόνια για να μάθω τη συνέχεια, ενώ άλλοι περίμεναν τριάντα πέντε! Και ναι, το δεύτερο βιβλίο ήταν για μένα η καλύτερη ανταμοιβή. Βρήκα απολαυστική κάθε σελίδα του, ένιωσα ποικίλα συναισθήματα, ανάλογα με αυτά του πρώτου βιβλίου, το καλύτερο όμως ήταν η δικαίωση και η συγκίνηση διαβάζοντας και την τελευταία σελίδα. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν πολύ κάποιους αναγνώστες οι οποίοι δυσανασχετούν λέγοντας «μα γιατί χρειαζόταν τόσο πολύ να γράψει η Άτγουντ ένα σίκουελ;». Για όλους εμάς τους υπόλοιπους αναγνώστες που ήμασταν περίεργοι για το τι ακολούθησε, υποθέτω, οι οποίοι και την ευχαριστούμε πολύ.

Εξάλλου, αυτό υποστηρίζει και η ίδια όταν λέει πως το δεύτερο βιβλίο είχε ήδη γραφτεί στο μυαλό των αναγνωστών του πρώτου βιβλίου: «Αγαπητοί αναγνώστες, όλα όσα με έχετε κατά καιρούς ρωτήσει σχετικά με την Γαλαάδ και τους μηχανισμούς της, αποτελούν την έμπνευση γι' αυτό το νέο βιβλίο. Σχεδόν ολόκληρη την έμπνευση, για την ακρίβεια! Η υπόλοιπη προέρχεται από τον κόσμο στον οποίον ζούμε τώρα».

Επιπλέον, σε ερώτηση που της έγινε σχετικά με το λόγο για τον οποίο έγραψε τις Διαθήκες, μήπως δηλαδή το έκανε για να κερδίσει και πάλι τον έλεγχο της ιστορίας που η ίδια αρχικά επινόησε (διότι σε ότι αφορά την τηλεοπτική σειρά, η οποία ολοκλήρωσε την τρίτη σεζόν και ετοιμάζεται για την τέταρτη κι αργότερα για την πέμπτη, και η οποία έφερε την Άτγουντ και πάλι στην πρώτη γραμμή, η ίδια μπορεί να έχει το ρόλο της συμβούλου παραγωγής, όμως δεν έχει πλέον τον έλεγχο του τι γίνεται στη σειρά), εκείνη απάντησε πως όχι, ο λόγος δεν ήταν αυτός, αλλά το δεύτερο βιβλίο προέκυψε από την ερώτηση «με ποιο τρόπο καταρρέουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα;».

Στο σημείο αυτό ήρθε η ώρα να εκμυστηρευτώ πως λάτρεψα την Ιστορία της Θεραπαινίδας. Τη βρήκα πρωτότυπη, καθηλωτική, συναρπαστική. Επίσης, σκληρή, αβάσταχτη, και γεμάτη πόνο. Είναι μια ιστορία που δε χωνεύεται, δε μπορεί να χωρέσει στο μυαλό κανενός νοήμονα ανθρώπου. Αν θεώρησα πως έχουμε να κάνουμε με βιβλίο επιστημονικής φαντασίας; Δυστυχώς, όχι καθόλου. Δυστοπία ναι, αλλά επιστημονική φαντασία όχι, αφού στην εποχή μας, που μοιάζει αρκετά με δυστοπία, η ιστορία δε φαντάζει διόλου απίθανη. Μάλλον επίκαιρη θα τη χαρακτήριζα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πρώτα απ’ όλα δε νομίζω πως υπάρχει κανείς που να μη γνωρίζει τη Μάργκαρετ Άτγουντ. Γεννημένη στην Οττάβα του Οντάριο, το 1939, έχει γράψει περισσότερα από πενήντα βιβλία στα οποία συγκαταλέγονται μυθιστορήματα, ποιήματα, παιδικά βιβλία, δοκίμια και γκράφικ νόβελ και η δουλειά της κυκλοφορεί σε σαράντα πέντε χώρες. Η σπουδαιότητα του έργου της έχει αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο, αφού, στη διάρκεια της καριέρας της έχει υπάρξει υποψήφια πάρα πολλές φορές κι έχει λάβει πολλά βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, τόσο στον Καναδά, όσο και σε άλλες χώρες. Για το βραβείο Booker υπήρξε υποψήφια εφτά φορές. Της απονεμήθηκε τις δύο από αυτές, το 2000 για  το βιβλίο της Ο τυφλός δολοφόνος και το 2019 για τις Διαθήκες (για την ακρίβεια, μοιράστηκε το βραβείο με τη Μπερναντίν Εβαρίστο για το Κορίτσι, γυναίκα, άλλο).

Στην Ιστορία της Θεραπαινίδας η συγγραφέας πλάθει ένα δυστοπικό σύμπαν και περιγράφει την ανέγερση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Μετά από επίθεση στο Κογκρέσο, το Κοινοβούλιο και το Λευκό Οίκο, υπό την απειλή των όπλων και της άμεσης εκτέλεσης, γεννιέται η «Δημοκρατία της Γαλαάδ», εκεί που κάποτε ήταν οι ΗΠΑ. Οι δημιουργοί της προφασίζονται μια κοινωνία εξαγνισμένη, βασισμένη στις παλιές παραδοσιακές αξίες, απαλλαγμένη από τη διαφθορά και την ανηθικότητα. Καθένας έχει ένα ρόλο και όλοι πράττουν για το κοινό καλό και για να εκτελέσουν το θέλημα του Θεού.

Στην πραγματικότητα, όλα αυτά γίνονται ώστε να επιτευχθεί ο απόλυτος έλεγχος των μαζών, αφού κάθε ατομική ελευθερία καταλύεται, ο Τύπος καταργείται και επιβάλλεται λογοκρισία. Το ταξικό χάσμα αμβλύνεται, ο σκοταδισμός του Μεσαίωνα επανέρχεται, οι γυναίκες χάνουν κάθε δικαίωμα, τα βιβλία καίγονται, η ανάγνωση και η γραφή απαγορεύονται. Απαγορεύεται να σκέφτεσαι, πρέπει μόνο να πράττεις, όχι αυτό που θέλεις, αλλά αυτό που σου επιβάλλεται από το καθεστώς. Ένα καθεστώς άκρως πατριαρχικό και θεοκρατικό. Με όπλο την προπαγάνδα, την πλύση εγκεφάλου και το φόβο της τιμωρίας του Θεού, ο οποίος ενισχύεται ολοένα και περισσότερο μέσα σε αυτό το περιβάλλον αναλφαβητισμού και παντελούς άγνοιας, οι άνθρωποι μετατρέπονται σε έρμαια των δυναστών τους. Όλα υπαγορεύονται από το υποτιθέμενο θέλημα του Θεού, ο οποίος απαιτεί αφοσίωση, θυσίες και τυφλή υπακοή, αλλιώς οι συνέπειες είναι οδυνηρές. Όπως κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, έτσι κι αυτό διατηρείται στην εξουσία με τη βοήθεια του παρακράτους και της μυστικής αστυνομίας, τους Οφθαλμούς στην προκειμένη περίπτωση, οι οποίοι ελέγχουν κάθε κίνηση. Η ποινή όσων αρνούνται να υποταχτούν είναι οι ακρωτηριασμοί, η κρεμάλα ή η αποστολή στις Αποικίες με τα τοξικά απόβλητα,  το τσαλαπάτημα κάθε ίχνους αξιοπρέπειας, ο εκμηδενισμός κάθε ανθρώπινης υπόστασης.

Φυσικά όλοι αυτοί οι νέοι νόμοι που έχουν θεσπιστεί, ισχύουν επίσημα για όλους. Ανεπίσημα όχι. Οι θεμελιωτές της Γαλαάδ απολαμβάνουν διάφορα «απαγορευμένα» προνόμια. Επιπλέον, η μαύρη αγορά ανθίζει. Η Γαλαάδ είναι χτισμένη πάνω στην υποκρισία, το ψέμα και τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Έχει ως έμβλημα την καθαρότητα, αλλά ο εσωτερικός μηχανισμός της είναι βουτηγμένος στη βρομιά.

Στη «Δημοκρατία της Γαλαάδ» οι γυναίκες είναι τα μεγαλύτερα θύματα, ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία ανήκουν κι ας έχουν κάποιες –οι Σύζυγοι, οι οποίες αποτελούν την ελίτ– ορισμένα προνόμια παραπάνω. Οι γυναίκες πρέπει να είναι σεμνές, γλυκές και υπάκουες στο σύζυγό τους. Απαγορεύεται να διαβάζουν, να γράφουν, να σκέφτονται. Απαγορεύεται να φορούν τακούνια, τα φορέματά τους είναι μακριά και άχαρα, ένα είδος στολής, τα μαλλιά πρέπει να καλύπτονται, απαγορεύονται τα καλλυντικά, το ίδιο και οι καθρέφτες.

Οι αγώνες του παρελθόντος, από την πλευρά των γυναικών, για μόρφωση, χειραφέτηση και δικαίωμα στην καριέρα θεωρούνται η αιτία της παρακμής της κοινωνίας και ο λόγος που δε γεννιούνται πλέον παιδιά (μαζί με την περιβαλλοντική καταστροφή, η οποία οδήγησε σε στειρότητα και προβληματικές κυήσεις οι οποίες δεν ολοκληρώνονται ή ολοκληρώνονται, αλλά το βρέφος δεν επιβιώνει). Διότι οι γυναίκες, αντί να κάτσουν σπίτι τους και να εκπληρώσουν το χρέος τους προς την Πατρίδα, προτίμησαν να δώσουν προτεραιότητα στις σπουδές και στην επαγγελματική τους καταξίωση. Γιατί στη «Δημοκρατία της Γαλαάδ» οι γυναίκες έχουν μία και μόνο αποστολή, ένα βιολογικό πεπρωμένο, να κάνουν παιδιά. Όχι παιδιά που θα γίνουν ευτυχισμένοι και σκεπτόμενοι άνθρωποι, αλλά παιδιά που θα συνεχίσουν την αλυσίδα του εφιάλτη.

Και κάπου εδώ αναλαμβάνουν οι Θεραπαινίδες. Γυναίκες που έχουν τεκνοποιήσει στο παρελθόν, γυναίκες που τους έκλεψαν τα παιδιά και τα παρέδωσαν σε άλλες οικογένειες, γυναίκες που κάθε μήνα βιάζονται, με τις ευλογίες του Κράτους και του Θεού, από τον Κυβερνήτη στον οποίο ανήκουν και από τον οποίο προκύπτει πλέον το όνομά τους. Η Ιστορία της Θεραπαινίδας είναι η ιστορία που μας διηγείται η Τουφρέντ, αυτή που ανήκει στο Φρεντ δηλαδή. Η ιστορία της από πριν και η ιστορία της μέσα στο νέο καθεστώς. Οι Θεραπαινίδες γεννούν παιδιά για τα ζευγάρια που ανήκουν στην ελίτ της κοινωνίας. Δε θεωρούνται ανθρώπινα όντα, αλλά μηχανές αναπαραγωγής. Αν τα παιδιά που θα γεννηθούν είναι κορίτσια, τότε η μοίρα τους είναι προκαθορισμένη.

Περισσότερες λεπτομέρειες για τη μοίρα αυτή μαθαίνουμε στις Διαθήκες. Στο βιβλίο αυτό η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη, αφού ο λόγος δίνεται εναλλάξ σε τρία πρόσωπα κλειδιά. Στο βιβλίο αυτό η ιστορία της Θεραπαινίδας, η οποία είχε μείνει μετέωρη, ολοκληρώνεται μέσα από τη ματιά τριών πολύ βασικών προσώπων. Όσα από τα μωρά που γεννούν οι Θεραπαινίδες είναι κορίτσια λαμβάνουν από μικρά την κατάλληλη εκπαίδευση ώστε να γίνουν άξιες Σύζυγοι. Εννοείται πως μένουν αναλφάβητα και μαθαίνουν μόνο «ανώδυνες» τέχνες όπως είναι η ανθοκομική, το κέντημα, το πλέξιμο. Όταν φτάσουν σε ηλικία γάμου, ανήλικες ακόμη, δεκατρία, δεκατέσσερα, το πολύ δεκαπέντε ετών, δίνονται ως Σύζυγοι σε κάποιον Κυβερνήτη, τον οποίο έχει επιλέξει η οικογένειά τους και ο οποίος συνήθως είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτές σε ηλικία.

Το βιβλίο είναι η Βίβλος όλων των στερεότυπων που αφορούν στις γυναίκες: Οι γυναίκες, λόγω της φύσης τους, προκαλούν τους γεμάτους με ορμές άντρες, τους μεθούν με λαγνεία, είτε με τα μαλλιά τους, είτε με το ντύσιμό τους, είτε με τη συμπεριφορά τους. Και οι ορμές αυτές πρέπει να κατευνάζονται. Χέρια, μαλλιά και πόδια καλύπτονται. Οι εγκέφαλοι των γυναικών είναι μικρότεροι κι ανίκανοι συλλάβουν σπουδαία ζητήματα. Η γυναίκα οφείλει να τιμά τον άντρα και αφέντη της. Πρέπει να είναι ευχαριστημένη με τη μοίρα της και να μην προσπαθεί να ξεσηκωθεί εναντίον της. Η ύπαρξη μιας γυναίκας δεν έχει κανένα απολύτως νόημα χωρίς παιδί. Οι γυναίκες που πάνε με πολλούς άντρες είναι τσούλες. Το ίδιο και όσες αφήνουν απόκρυφα μέρη του κορμιού τους να ξεπροβάλλουν από τα ρούχα τους ή φοράνε παντελόνια. Οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να ερωτεύονται. Δεν επιτρέπεται να χάσουν την παρθενιά τους πριν από το γάμο, αλλιώς μπορεί να λιθοβοληθούν και η οικογένεια τους να στιγματιστεί. Η Εύα απέτυχε και καταδίκασε όλες τις γυναίκες σε αποτυχία. Οι άντρες δεν πρέπει να εκδηλώνουν τα αισθήματά τους με κλάματα, γέλια ή φωνές. Οι άντρες έχουν πιο σοβαρές δουλείες από το να καταγίνονται με τις ασημαντότητες της γυναικείας σφαίρας. Και το αποκορύφωμα: «Εδώ και δεκαετίες, οι γυναίκες ακούν ένα σωρό φωνές να τους λένε ότι μπορούν να εξασφαλίσουν πλήρη ισότητα στον επαγγελματικό και τον δημόσιο χώρο. […] Η υπόσχεση αυτής της ισότητας υπήρξε εξαρχής απάνθρωπη, διότι, εκ φύσεως, οι γυναίκες δεν μπορούν ποτέ να την πετύχουν». Χρειάζεται να ειπωθεί κάτι άλλο; Η Μάργαρετ Άτγουντ τα είπε όλα.

Και μήπως όλα αυτά είναι διατυπώσεις που ακούμε πρώτη φορά; Φυσικά και όχι, αλλιώς δε θα ονομάζονταν στερεότυπα. Αυτές οι αντιλήψεις έχουν ριζώσει βαθιά μέσα μας, τόσο βαθιά που δεν αντιλαμβανόμαστε καν τη σοβαρότητα της κατάστασης.  Και μήπως δεν υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες οι γυναίκες ζουν σε ανάλογα καθεστώτα; Χωρίς μόρφωση, χωρίς φωνή, χωρίς δικαιώματα, κρύβοντας το κορμί και το πρόσωπο τους; Υπάρχει κάποιος που δεν έχει δει γυναίκα να φοράει τη γνωστή μπούργκα; Υπάρχει κάποιος που δεν έχει διαβάσει είδηση για γυναίκα που καταδικάστηκε σε θάνατο δια λιθοβολισμού επειδή βιάστηκε;

Κι όμως αν και όλα αυτά συμβαίνουν δίπλα μας, το θέαμα το έχουμε συνηθίσει. Δε μας σοκάρει πλέον. Αδιαφορούμε. Ίσως γιατί θεωρούμε ότι αυτά συμβαίνουν σε χώρες υποανάπτυκτες, όπου εκεί οι άνθρωποι δε λογίζονται για άνθρωποι, αλλά για ζώα. Οπότε κάτι τέτοιο θεωρούμε ότι είναι οκ να συμβαίνει. Τι γίνεται όμως αν κάτι τέτοιο συμβεί σε μια χώρα την οποία θεωρούμε πολιτισμένη; Όπως η Αμερική για παράδειγμα; Εκεί θα αντιδράσουμε, όπως αντιδράσαμε στην Αμερική του Τραμπ.

Στις Διαθήκες, επιπλέον, δεν έχουμε μόνο την περιγραφή του νέου καθεστώτος από μέσα, όπως συνέβη στην Ιστορία της Θεραπαινίδας. Έχουμε την περιγραφή του νέου καθεστώτος και από έξω, έχουμε την αντίδραση των κατοίκων του Καναδά στο νέο αυτό καθεστώς. Έχουμε τις μαρτυρίες όσων γυναικών κατάφεραν να αποδράσαν από την κόλαση της Γαλαάδ και να σωθούν, βρίσκοντας καταφύγιο, ως πρόσφυγες, στον Καναδά. Έχουμε τις πορείες διαμαρτυρίας στις οποίες υψώνονται πλακάτ που γράφουν «Κάτω οι Γαλααδικίες και ο φασισμός. Άσυλο εδώ και τώρα!» αλλά και πλακάτ που γράφουν «Κλείστε τα σύνορα! Η Γαλαάδ να θρέψει τις τσούλες και τα μούλικά της, μας φτάνουν τα δικά μας! Στοπ στην εισβολή! Θεραμουνίδες στα σπίτια σας!». Πόσο οικεία ακούγονται όλα αυτά, είτε πρόκειται για την Αμερική του Τραμπ, είτε για την Ελλάδα, είτε για οποιαδήποτε άλλη χώρα που δέχεται προσφυγικό και μεταναστευτικό κύμα; Μήπως θα έπρεπε να το ξανασκεφτούμε καλύτερα προτού αποκαλέσουμε κάποιους συνανθρώπους μας «ζώα»; Προτού ακούσουμε τι έχουν να μας πουν; Προτού μας διηγηθούν την ιστορία τους και μας περιγράψουν το καθεστώς μέσα στο οποίο ζούσαν; Νομίζω πως θα έπρεπε.

Σχετικά με τις Διαθήκες, λοιπόν, τελειώνοντας θα πω, πως εκτός από ένα βιβλίο συναρπαστικό, που έχει στοιχεία ταινίας δράσης τα οποία το καθιστούν σίγουρα ένα page-turner, είναι κι ένα βιβλίο εξαιρετικά επίκαιρο. Σε μια εποχή που γίνεται ξεκάθαρο πως η πατριαρχία ακόμη και στις μέρες μας καθορίζει την καθημερινότητά μας, βρίσκεται παντού, ακόμη και στο υποσυνείδητο των ίδιων των γυναικών, σε μια εποχή όπου τα δικαιώματα της γυναίκας καταπατούνται ξανά και ξανά, όπου οι άντρες νομοθετούν υπέρ ή κατά αυτών των δικαιωμάτων (ας φέρουμε ως παράδειγμα το τι συνέβη στην Πολιτεία της Αλαμπάμα και στην Πολωνία με την ψήφιση του νόμου για σχεδόν πλήρη απαγόρευση των αμβλώσεων), όπου οι  γυναίκες ακόμη δολοφονούνται από τους συντρόφους τους λόγω «αγάπης», «ζήλιας», «κακιάς στιγμής», όπου η ενδοοικογενειακή βία αγγίζει το κόκκινο, όπου ακούγονται φράσεις του τύπου «τα ήθελε», «μα καλά κι αυτή τι φορούσε;», «το όχι σημαίνει ναι», «έπρεπε να ξέρει πώς να ηρεμήσει τον άντρα της», σε μια τέτοια αποχή, συγγραφικές φωνές όπως αυτή της Μάργκαρετ Άτγουντ είναι απαραίτητες για να μας υπενθυμίζουν τα αυτονόητα. Διαβάστε τα βιβλία! Και τα δύο!

 

Καλή ανάγνωση,

 

l’amante des livres.

X